Αμερικανός συγγραφέας , κριτικός και εκδότης ο Edgar Allan Poe , είναι
γνωστός για τα ποιήματα και τις ιστορίες του γεμάτες φόβο και μυστήριο.
Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού
ρομαντισμού.To λογοτεχνικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στην
παγκόσμια
λογοτεχνία, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων
λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ιστορίες τρόμου
και φαντασίας.
Ο Edgar Allan Poe γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1809 στην πόλη της
Βοστόνης, στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, το δεύτερο από τα τρία παιδιά των
ηθοποιών γονιών του. Ένα χρόνο μετά τη γέννησή του, ο πατέρας του,
David, εγκαταλείπει την οικογένεια. Η μητέρα σου σύντομα πεθαίνει από
φυματίωση και ο μικρός Edgar χωρίζεται από τα αδέρφια του, αφού τον
αναλαμβάνει η οικογένεια Allan στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια.
Η οικογένεια Allan ήταν αρκετά εύπορη και ο Edgar έζησε μια καλή ζωή
μαζί τους, σύμφωνα με ορισμένους βιογράφους του. Ως ένδειξη σεβασμού και
εκτίμησης προς τη θετή του οικογένεια προσέθεσε το Allan στο επώνυμό
του. Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ του Edgar και του θετού του πατέρα John
Allan επιδεινώθηκαν με το χρόνο. Το 1815 η οικογένεια Allan μετακόμισε
στην Αγγλία, όπου ο Edgar άρχισε σχολείο, αρχικά στο Irvine της Σκωτίας
και αργότερα οικότροφος στο Chelsea. Οι Allan ήταν αρκετά ευκατάστατοι,
αλλά ο John Allan ήταν ιδιαίτερα σφιχτοχέρης με το επίδομα του Edgar,
κατά τη διάρκεια των σπουδών του.
Ο νεαρός Edgar στράφηκε στο τζόγο για να βγάλει επιπλέον χρήματα αλλά
αντ’ αυτού δημιούργησε χρέη που έγιναν αιτία για περαιτέρω επιδείνωση
της σχέσης του με τον θετό πατέρα του. Το 1826 μπήκε στο Πανεπιστήμιο
της Βιρτζίνια το οποίο όμως εγκατέλειψε μέσα σε ένα χρόνο. Ταξίδεψε στη
Βοστώνη το 1827 όπου επιχείρησε να συντηρηθεί κάνοντας διάφορες εργασίες
όπως υπάλληλος γραφείου και συντάκτης εφημερίδας. Κάποια στιγμή
ξεκίνησε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Henri Le Rennet.
Το Μάιο του 1827 μπήκε στον Αμερικανικό Στρατό, σε μια προσπάθεια να
επιβιώσει. Δήλωσε όνομα «Edgar A. Perry» και ηλικία 22 ετών (ενώ ήταν
18). Υπηρέτησε ως οπλίτης με μισθό 5 δολαρίων το μήνα και μετά από δυο
χρόνια κίνησε τις διαδικασίες για να απαλλαγεί από το υπόλοιπο της
θητείας του.
Πατέρας της λογοτεχνίας μυστηρίου και άρχοντας του μακάβριου
Η λογοτεχνική καριέρα του Poe ξεκίνησε όταν ήταν ακόμα στο στρατό, με
την έκδοση μιας συλλογής ποιημάτων με τον τίτλο «Ταμερλάνος και άλλα
ποιήματα», το 1827, χωρίς το όνομά του, αποδίδοντας το έργο σε «έναν
Βοστονέζο» («A Bostonian»). Στη συνέχεια στράφηκε στην πρόζα και για
αρκετά χρόνια εργάστηκε σε λογοτεχνικά περιοδικά, αποκτώντας όνομα για
το προσωπικό ύφος της λογοτεχνικής κριτικής του. Συνεχίζει να εκδίδει
έργα του με την οικονομική βοήθεια φίλων.
Από το 1831 επιδιώκει πλέον να ζει αποκλειστικά από τη συγγραφή. Ήταν
από τους πρώτους Αμερικανούς συγγραφείς που επιχείρησαν να ζήσουν
μοναχά από το έργο τους και η έλλειψη διεθνούς νομοθετικού πλαισίου για
τα πνευματικά δικαιώματα δυσκόλευε την κατάσταση, αφού οι εκδότες
προτιμούσαν να «κλέβουν» έργα Ευρωπαίων συγγραφέων παρά να πληρώσουν
νέους Αμερικανούς. Σε ολόκληρη τη ζωή του θα αντιμετωπίσει οικονομικά
προβλήματα.
Το 1835 παντρεύτηκε την 13χρονη ξαδέρφη του Virginia Clemm.
Δημοσιεύει έργα του σε περιοδικά και επιθεωρήσεις ενώ γράφει και
λογοτεχνικές κριτικές. Το 1845 δημοσιεύει το «Κοράκι» που σημειώνει
άμεσα μεγάλη επιτυχία. Η σύζυγός του πεθαίνει μετά από δυο χρόνια, από
φυματίωση, γεγονός που ρίχνει στο ποτό ακόμα περισσότερο τον συγγραφέα. Ο
Poe σχεδιάζει να εκδώσει δικό του λογοτεχνικό περιοδικό, κάτι που όμως
δεν προφταίνει να υλοποιήσει αφού, στις 7 Οκτωβρίου του 1849, σε ηλικία
40, πεθαίνει στη Βαλτιμόρη, υπό συνθήκες που δημιούργησαν πολλά
ερωτηματικά.Τις τελευταίες μέρες του ,η υγεία του βρίσκεται σε κακή κατάσταση.Αρχικά είχε εγκαταλείψει το Richmond για να μεταβεί στη Φιλαδέλφεια ενώ τελικά βρέθηκε εξασθενημένος στη Βαλτιμόρη.
Η αιτία θανάτου του είναι άγνωστη. Κατά καιρούς έχουν ακουστεί
θεωρίες για κατάχρηση αλκοόλ, εγκεφαλική συμφόρηση, χολέρα, ναρκωτικά,
καρδιοπάθεια, λύσσα, φυματίωση έως και αυτοκτονία. Η κηδεία του
πραγματοποιήθηκε βιαστικά και με ελάχιστα άτομα, αφού δεν υπήρξε
κανονική ανακοίνωση του γεγονότος.
Το έργο του Poe επηρέασε τη λογοτεχνία στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά
και ολόκληρο τον κόσμο, ενώ συνέβαλε και σε ειδικά πεδία όπως αυτό της
κρυπτογραφίας και της κοσμολογίας. Ο Μπωντλαίρ ήταν από τους πρώτους
μελετητές του έργου του, μεταφράζοντας το σύνολό του στα γαλλικά.
Θαυμαστές του έργου του ήταν οι Χ.Φ. Λάβκραφτ, ο Γουώλτ Ουίτμαν, ο
Ιούλιος Βέρν, ο Όσκαρ Γουάλντ, ο Ουίλλιαμ Φώκνερ και ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο
οποίος ήταν αυστηρός απέναντί του αλλά εκτιμούσε το κριτικό του έργο.
Το σπουδαίο του έργο κινητοποίησε τους συντελεστές της ταινίας ''The Raven'',Το Κοράκι μιας παραγωγής του 2012 όπου ένας άντρας εμπνεόμενος από τα έργα του Poe διέπραττε απεχθείς φόνους.
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
Δώδεκα έδειχνεν η ώρα, μεσονύχτι, όπως και τώρα
Κι ήμουν βυθισμένος ώρα σε βιβλία αλλοτινά,
όταν μέσα από ένα θάμπος ύπνου να μου εφάνη, σάμπως
Κάποιος έξω από την πόρτα να χτυπούσε σιγανά.
Επισκέπτης, είπα, θά’ ναι και χτυπάει σιγανά
Τούτο θά ‘ναι μοναχά.
Α, θυμάμαι, έπεφτε χιόνι και του κρύου Δεκέμβρη οι τόνοι
Σκούζαν μες στο παραγώνι και στοιχειώναν στη φωτιά.
Η νυχτιά με στενοχώρα κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
Νά’ βρω τη γλυκειά Λεωνόρα μες τ’ αρχαία μου χαρτιά.
Τη Λεωνόρα που οι αγγέλοι της κρατάνε συντροφιά
Και δική μας ποτέ πια.
Κάθε θρόισμα στο μετάξι της κουρτίνας είχε αλλάξει
Κι έρχονταν να με ταράξει ο άγριος φόβος που τρυπά .
Κι έλεγα , για να πάρω θάρρος και να διώξω αυτό το βάρος :
- Επισκέπτης , δίχως άλλο , θάναι τούτος που χτυπά ,
Κάποιος νυχτοπαρωρίτης , που για νάμπει μου χτυπά
Τούτο θάναι μοναχά.
Ξάφνου ως νάντριωσε η ψυχή μου και παρά την ταραχή μου
- Κύριε , φώναξα , ή κυρία , συγχωρέστε με , έστω αργά
Στα χαρτιά μου ήμουν σκυμένος κι ίσως μισοκοιμισμένος
Δε σας άκουσα ωρισμένως να χτυπάτε έτσι σιγά .
Με τα λόγια τούτα ανοίγω τα πορτόφυλλα γοργά .
΄Εξω η νύχτα μοναχά.
Το σκοτάδι αυτό τρυπώντας έμεινα εκειδά απορώντας
Κάθε τόσο ανασκιρτώντας μέσα σ’ όνειρα αλγεινά .
Κράτησε ησυχία για ώρα κι άξαφνα απ’ τα βάθη τώρα,
Μια φωνή να λέει Λεωνόρα σα ν’ ακούστηκε βραχνά .
Εγώ φώναξα «Λεωνόρα» και τη φέρνει η ηχώ ξανά,
΄Ετσι θάναι μοναχά.
Μπήκα στο δωμάτιο πάλι , μ’ άνω κάτω το κεφάλι ,
Μα μέσα απ’ αυτή τη ζάλη , δυνατήν ακούω χτυπιά .
- Α , στο παραθύρι θάναι, λέω ευθύς, και με ζητάνε ,
Ας ιδώ τώρα ποιος νάναι, φτάνει το μυστήριο πια,
Η καρδια μου δεν αντέχει, φτάνει το μυστήριο πια
Θάναι ο αγέρας μοναχά.
Τότε τα παντζούρια ανοίγω , όμως μια κραυγή μου πνίγω
Καθώς βλέπω ένα κοράκι μες στο δώμα να περνά .
Η ευγένεια δεν το νοιάζει κι ούτε που με λογαριάζει ,
Μα γαντζώνει στο περβάζι της εσώπορτας στερνά .
Μα γαντζώνει και κουρνιάζει στη μαρμάρινη Αθηνά
Και κυττάζει μοναχά.
Πως ανάπνευσα στ’ αλήθεια και γελώντας απ’ τα στήθεια ,
Λέω , από παλιά συνήθεια , στ’ όρνιο με τη κρύα ματιά :
- Κι αν σου κόψαν το λοφίο κι αν σ’ αφήκαν έτσι αστείο
Μαυροπούλι άλλοτε θείο , που πλανιέσαι στη νυχτιά,
ποιό είναι τάχα τ’ όνομά σου μες την άραχνη νυχτιά;
Και μου λέει : – Ποτέ πια !
Θάμασα πολύ μου ακόμα τόρνιο , που είχε ανθρώπου στόμα ,
Μα τα λόγια του όλο σκώμα δε μου μάθανε πολλά .
Γιατί αλήθεια , είναι σπουδαίο και περίεργο και μοιραίο ,
Αν μια νύχτα , σας το λέω , δείτε κάπου εκεί ψηλά
Κουρνιασμένο ένα κοράκι στην Παλλάδα, να μιλά
Και να λέει : Ποτέ πιά !
Τ ‘ όνομά του θα μου κράζει , σκέφτηκα , μα τι με νοιάζει ,
΄Ισως πάλι να νυστάζει και τα λόγια του ξεχνά .
΄Ομως τούτο ούτε σαλεύει κι είναι ως κάτι να γυρεύει
Και του κρίνουμαι : – Περσεύει κι άλλος τόπος εδωνά ,
Την αυγή θα φύγεις πάλι σαν ελπίδα που περνά .
Και μου λέει : Ποτέ πια !
Τρόμαξα στ’ αλήθεια μου , όντας , μου δευτέρωσε μιλώντας ,
- Δίχως άλλο , είπα σκιρτώντας , τούτο ξέρει μοναχά .
Κάποιος πρώην κύριός του , θάκλαψε πολύ , ο καϋμός του
΄Ισως νάγινε δικός του και για τούτο αγκομαχά
Και του απόμεινε στη σκέψη κι είναι σα να ξεψυχά
Λέγοντάς μου : – Ποτέ πια !
Και τη θλίψη μου ξεχνώντας έστρεψα σ’ αυτό γελώντας
Την καρέκλα μου τραβώντας στο κοράκι αντικρυνά .
Μα στο κάθισμά μου απάνω , χίλιες τόσες σκέψεις κάνω
Και στο νου μου τώρα βάνω για ποιό λόγο αληθινά
Σα μιαν επωδή μακάβρια να μου λέει όλο ξανά
Το κοράκι : Ποτέ πια !
Γρίφος θάναι ή αίνιγμά του κι ίσως μήνυμα θανάτου
Και κυττώντας τη ματιά του που μου τρύπαε την καρδιά ,
Γέρνω ωραία μου το κεφάλι , στο δικό της προσκεφάλι ,
Όπου αντιφεγγούσε πάλι , σαν και τότε μια βραδυά ,
Με το βιολετί βελούδο, σαν και τότε μια βραδυά
Και που δε θ’ αγγίξει πια !
Ξάφνου ως νάνοιωσα μου εφάνη γύρω μου άκρατο λιβάνι
Και πλημμύρα να μου φτάνει σύννεφο η θεία του καπνιά .
- ΄Αθλιε , φώναξα , στοχάσου , που ο Θεός στέλνει κοντά σου .
Αγγέλους να σου σταλάσουν νηπενθές για λησμονιά ,
Πιέστο , ω , πιέστο , τη Λεωνόρα να ξεχάσεις μ’ απονιά ,
Και μου λέει : – Ποτέ πια !
Α , προφήτη , κράζω ,ωιμένα , κι αν του δαίμονα είσαι γέννα
Κι αν ο Πειρασμός σε μένα , σ’ έστειλε απ ‘ τη γης βαθειά ,
Κι αν σε τόπο ρημαγμένο σ’ έχει ρίξει απελπισμένο
Σ ‘ ένα σπίτι στοιχειωμένο με σκιές και με ξωθιά ,
Θάβρω στη Γαλαάδ , ω πες μου , θάβρω εκεί παρηγοριά ;
Και μου λέει : – Ποτέ πια !
- Α , προφήτη , ανήλιαγο όρνιο κι αν πουλί σαι κι αν δαιμόνιο
Απ’ το σκότος σου το αιώνιο κι απ ‘ την κρύα σου συννεφιά.
Πες μου , στης Εδέμ τα δάση , θάβρει ο νους μου ν’ αγκαλιάσει
Μια παρθένα πούχει αγιάσει κι έχει αγγέλους συντροφιά ,
Μιαν ολόλαμπρη παρθένα , πούχει αγγέλους συντροφιά ;
Και μου λέει : Ποτέ πιά !
Φύγε στ’ άγριά τα σου μέρη , όρνιο ή φάντασμα , ποιος ξέρει
Αν αυτό που σ’ έχει φέρει δεν σε καταπιεί ξανά .
Κι ούτε ένα μικρό φτερό σου να μη μείνει εδώ δικό σου ,
Φώναξα , και το φευγιό σου να χαθεί στα σκοτεινά .
Πάρε και το κρώξιμό σου πέρα από την Αθηνά .
Και μου λέει : – Ποτέ πια !
Κι από τότε εκεί δεμένο , το κοράκι , καθισμένο
Μένει πάντα κουρνιασμένο στη μαρμάρινη θεά .
Κι η ματιά του όπως κυττάζει , με ματιά δαιμόνιου μοιάζει
Κι η νυχτιά που το σκεπάζει του στοιχειώνει τη σκιά .
Α , η ψυχή μου , δε θα φύγει μια στιγμή απ’ αυτή τη σκιά .
Δε θα φύγει ποτέ πια !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου